Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Η Συβαρίτισσα


[για τη Λιλή Ζωγράφου]***

Σε γνώρισα κάποια βραδιά
παραμονές του Κλήδονα
σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω
ήμουν παιδί στα δεκαεννιά
τα χείλη μου ξεκλείδωνα
να πίνω να φιλώ και να ρωτάω
Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά
πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία
κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά
είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία
Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά
βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα
ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής
κ ι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ
Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό
και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια
να ξέρεις, θα ‘χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά
κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια
Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά
κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα
κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό
Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα
Στίχοι-Μουσική: Μίλτος Πασχαλίδης

***Η Συβαρίτισσα
 μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου[λέγεται πως ειναι η αυτοβιογραφία της]
γράφει στο οπισθόφυλλο

''Να την λοιπόν τη Συβαρίτισσά μου έτοιμη να την αγαπήσετε όπως και γω. Την κυοφορούσα τρία χρόνια και είκοσι επτά αιώνες ώσπου την είδα να γεννιέται στους κήπους της Σύβαρης.
Κείνης της αποικίας των Αχαιών από τις πρώτες που αναστήθηκαν στα νότια της Ιταλίας γύρω στα 725 π.Χ.
Μια πόλη-κράτος πάμπλουτη, δημοκρατική, με ειρηνόφιλη συνείδηση κι ευτυχισμένο λαό. Πόλη λιχούδα, λαίμαργη, φιλήδονη, φιλόμουση, γεμάτη σεβασμό για την ελευθερία των ανθρώπων και τους πολίτες γεμάτους σεβασμό για τον πλησίον τους.
Εκεί ανακάλυψα την πάναγνη της ελευθερίας Ελένη ασημάδευτη ακόμη, πριν την καταχωρήσει ο Ησίοδος στους ένοχους γιατί γεννήθηκε γυναίκα.
Ανέγγιχτη από τη μισαλλοδοξία του αντρικού ρατσισμού γιατί αυτή γεννά. Πριν ο φονικός Δράκων καταδικάσει την αυτοδιάθεση του σώματός της βαφτίζοντάς την μοιχεία και πλαστογραφηθεί η πολυγαμική Πηνελόπη με τους σαράντα εραστές στην ανέραστη υφάντρα του έπους.''


ενα απόσπαμα απο τη Συβαρίτισσα

“Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”, 
“Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά,
 ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα
 χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει.
 Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική. 
Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού.
 Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”, “Έτσι κι αλλιώς, η Εκκλησία ‘παίζει’ σε όλα τα έργα του μεταπολέμου τον Δράκουλα ρουφώντας το αίμα της πολιτείας και την ανεξαρτησία των κυβερνήσεων”,
 “Όλοι οι Έλληνες σώζετε την Ελλάδα μ’ έναν φαλλό στο χέρι”, “Γιατί πρέπει να ζω σύμφωνα με τους μύθους που φτιάξατε; 
Έναν μύθο πανομοιότυπο, σαν κατάδικος στη στολή του, τον ονομάσατε γάμο και τέρμα”, 
“Ό,τι δεν είσαι, δε θα μπορέσω ποτέ να σ’ το χαρίσω. Είμαι άφθονη λες! Γιατί σπαταλιέμαι. Είναι ο νόμος της γης. 
Δώσ’ τα όλα για να ξαναγίνεις”, “…Όποιος ψάχνει για θεούς ψοφάει για αφεντικά”, “Ο κάθε λεύτερος είναι μόνος. 
Όσο περισσότερο μεθάς από τη δύναμή σου και προεκτείνεις την ελευθερία σου, τόσο μεγαλώνεις και την έκταση της μοναξιάς σου”,
 “Κάθε μέρα γίνεται ο άνθρωπος, κάθε καινούρια μέρα μας γκρεμίζει, μας ανοικοδομεί, μας ισοπεδώνει… 
Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη -αν δεν πρόκειται για σταθερότητα σκοπιμότητας-, μόνο η βλακεία κρατά τους ανθρώπους αμετάλλαγους σαν αμεταχείριστα τσουκάλια, που δε χρησιμοποιήθηκαν ούτε γι’ αυτό που φτιάχτηκαν, που δεν κάθισαν τον πήλινο πισινό τους στη φωτιά να εκτελέσουν τον προορισμό τους, γιατί τρέμουνε μην καούν και καμαρώνουν πως διαφύλαξαν την ακεραιότητά τους 
και δε βλέπουν πως ξεφλουδάνε και μαδούν όσο γερνούνε και πως φυτρώνουν τσουκνίδες στην αμεταχείριστη τρύπα τους”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: