Το τραγούδι της νύχτας ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ Τώρα είναι νύχτα: τώρα μιλούν καθαρά όλες οι κελαρύζουσες πηγές. Κι είν’ η ψυχή μου μια κελαρύζουσα πηγή. Τώρα είναι νύχτα: τώρα ξυπνούν τα τραγούδια όλα των ερωτευ- μένων. Κι είν’ η ψυχή μου τραγούδι ερωτευμένου. Κάτι είναι μέσα μου ανειρήνευτο και ανειρηνικό, και θέλει καθα- ρά να μιλήσει. Μια λαχτάρα για την αγάπη είναι μέσα μου, και μι- λάει τη γλώσσα της ίδιας της αγάπης. Είμαι το φως: αχ και νάειμουνα η νύχτα! Αλλ’ αυτή ‘ναι η μονα- ξιά μου, ότι ολούθε με περιζώνει το φως.Αχ και νάειμουνα ο σκοτεινός και ο νύχτιος! Πόσο θα ζήταγα τότε να θηλάζω τους μαστούς του φωτός! Κι εσάς τις ίδιες θα ζητούσα να ευλογώ, εσάς μικρές αστέρινες σπίθες και πυγολαμπίδες στα ύψη! – Και μακάριος θάειμουνα με τα φτερωτά σας δώρα. Αλλά ζω καταμεσίς στο ίδιο μου το φως, και τις φλόγες, που ξε- σπούν από μέσα μου, ο ίδιος τις καταπίνω πάλι. Δε γνώρισα τη χαρά εκείνου που παίρνει, και συχνά ονειρεύτηκα πως είναι πιο μεγάλη ευτυχία να κλέβεις αντί για να παίρνεις. Αυτή ‘ναι η φτώχεια μου, ποτέ να μην ησυχάζει το χέρι μου να δίνει. κι αυτή ‘ναι η ζήλεια μου, τα μάτια να βλέπω που αναμένουν, και τις φωτιζόμενες νύχτες της λαχτάρας. Ω δυστυχία αυτών, που δωρίζουν! Ω σκοτεινιά του ήλιου μου! Ω λαχτάρα για λαχτάρισμα! Ω άγρια πείνα μέσα στο χορτασμό! Αυτοί παίρνουν από μένα: αγγίζω όμως την ψυχή τους; μια λαγκάδα ανάμεσα στο παίρνω και στο δίνω. όμως κι η πιο μικρού- τσικη λαγκάδα χρειάζεται να κλείσει. Μέσα στην ομορφιά μου μια πείνα αναβλασταίνει: να πονέσω θα ‘θελα κείνους, που φωτίζω, να ληστέψω θα ‘θελα τους ευεργε- τημένους μου – μια τέτοια πείνα με κατέχει μοχθηρή. Το χέρι πίσω να τραβήξω, όταν εσείς απλώνετε το χέρι: όμοιος με το πιδάκισμα νερού, που σα γκρεμίζεται, διστάζει – μια τέτοια πείνα με κατέχει μοχθηρή. Τέτοιον ο πλούτος μου λογιάζει γδικιωμό, από τη μοναξιά μου τέ- τοια πηγάζει επιβουλή. Η χαρά μου να δίνω πεθαίνει μέσ’ στο δόσιμο, κι η αρετή μου απόκαμε μέσ’ στο δικό σας πλήρωμα! Ο που χαρίζει πάντα του, τρέχει τον κίνδυνο να χάσει τη ντροπή του. ο που μοιράζει πάντα του, κάλους στο τέλος βγάζει στην καρ- διά του και στο χέρι του από το πολύ του μοίρασμα. Δεν τρέχουν πια τα μάτια του από ντροπή για κείνους, που ζητά- νε. και σκλήρυνε το χέρι μου για τα κατάγιομα τα χέρια, που τρέ- μοντας παρακαλούν. Τι γίνανε τα κλάηματα στα μάτια μου, το χνούδι της καρδιάς μου; Ω ερημιά όλων εκείνων, που χαρίζουν! Ω σιγαλιά όλων εκείνων, που φωτίζουν! Ήλιοι πολλοί κυκλογυρνούν στα έρημα διαστήματα: και στον καθένα σκοτεινό μιλάνε με το φως τους – ενώ σε μένανε σιωπούν. Ω ήλιοι, αυτή ‘ναι η έχθρα του φωτός ενάντια σε κείνον, που φωτίζει: αδησώπητο να τρέχει κείνο τις τροχιές του. Αδιάφορος για τη βαθειά καρδιά εκείνου που φωτίζει, και κρύος για τους άλλους ήλιους – έτσι γυρίζει ο κάθε ήλιος. Όμοιοι με θύελλα τρέχουνε οι ήλιοι την τροχιά τους. Κι ακολου- θούν αλύπητοι τη θέλησή τους, που είν’ η παγωνιά τους. Ω εσείς είσαστ’ αυτό, εσείς οι σκοτεινοί κι οι νύχτιοι, που παίρνετε τη ζε- στασιά, απ’ ό,τι σας φωτίζει! Ω εσείς πίνετε πρώτα τη δροσιά και το γάλα από τους μαστούς του φωτός! Αχ, πάγος τριγύρα μου, και καίγεται το χέρι μου μέσα στην πα- γωνιά! Αχ, η δίψα μου μέσα μου, που λαχταρά τη δίψα σας. Τώρα είναι νύχτα: κι ο πόθος μου πηγή, που μέσαθέ μου ανα- βρύζει. και ζητά να μιλήσει. Τώρα είναι νύχτα: τώρα μιλούν καθαρά όλες οι κελαρύζουσες πηγές. Κι είν’ η ψυχή μου μια κελαρύζουσα πηγή. Τώρα είναι νύχτα: τώρα ξυπνούν τα τραγούδια όλων των ερωτευ- μένων. Κι είν’ η ψυχή μου τραγούδι ερωτευμένου. _ _______________ |
Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011
Το τραγούδι της νύχτας
Ετικέτες
Το τραγούδι της νύχτας/Νίτσε
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου