Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Aυτο το ''αχ'' να μην το λες














ΑΥΤΟ ΤΟ 'ΑΧ' ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΛΕΣ



Με τα θαλασσινά πουλιά

ποτέ σου μη τα βάνεις
γιατί είναι ταξιδιάρικα
μόνα και πεισματάρικα
και γρήγορα τα χάνεις

Αυτό το αχ να μην το λες
το λες να μην το ξαναλές
για θα σου γίνει πάθος

Γιατί θα γίνει τελικά
αυτό το αχ στην μοναξιά
το πιο βάρυ σου λάθος

Απ’ όλα τ’ άστρα του ουρανού
ένα είναι που σου μοιάζει
κείνο που βγαίνει την αυγή
γράφει τη πιο τρελή γραμμή
και τ' άλλα σκοτεινιάζει

Θεέ μου χαράς του του πουλιού
όπου πετάει στα ύψη
όπου αγαπά εκεί πατά
τη πιο ελαφριά περπατησιά
και του περνάει η θλίψη

Είμαι καράβι από χαρτί
στα χεριά μ' έχει ένα παιδί
στου κόσμου τη πλημμύρα
και αναρωτιέμαι τη θα πει
αυτό το αχ και το γιατί
τι να μου γράφει η μοίρα

Αυτό το αχ να μην το λες
το λες να μην το ξαναλές
για θα σου γίνει πάθος 

Γιατί θα γίνει τελικά
αυτό το αχ στην μοναξιά
το πιο βαρύ μας λάθος

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Το θεώρημα



Στο μετρό
ονειροπολώ
κι ανασαίνω βαριά
απ’ το κάπνισμα.

Για μια στιγμή ζαλίζομαι
και πέφτουν πάνω μου πολλά φώτα.
Θλίβομαι νιώθοντας
την ανέλπιδη τέχνη
του ποιητή.

Πόσο απλός ο κόσμος,
αυτό το μεγάλο τίποτα,
και πόσο δυστυχία
και βάσανα
σε ραγισμένες καρδιές
και ψυχές πεθαμένες.


Λευτέρης Πούλιος, Το Θεώρημα

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Ελα να σε δω










Το παράθυρο ανοίγω
έλα απόψε εδώ για λίγο
όπως η βροχή που πέφτει
σαν τον άνεμο τον κλέφτη
έλα να σε δω

Πότισέ με ένα δάκρυ
απ' του σύννεφου την άκρη
η καρδιά μου ζει ακόμα
σαν το διψασμένο χώμα
έλα να σε δω

Είμαι εδώ και περιμένω
καρβουνάκι αναμμένο
που αέρας το φυσάει
κι όλο για να σβήσει πάει
έλα να σε δω

Έλα σαν σιωπή που πιάνει
ό,τι το μυαλό δε φτάνει
σε δυο μάτια θολωμένα
μες στα όνειρα κρυμμένα
έλα να σε δω

Έλα λίγο φανερώσου
και πριν φύγει τ' όνειρό σου
μια ματιά σου άσε πίσω
το θηρίο να νικήσω
έλα να σε δω

Είμαι εδώ και περιμένω
καρβουνάκι αναμμένο
που αέρας το φυσάει
κι όλο για να σβήσει πάει
έλα να σε δω

Έλα σαν μικρό στιχάκι
στο μικρό μου μυαλουδάκι
κι αν η πένα μου δε φτάνει
κάνε το αίμα μου μελάνι
έλα να σε δω



Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ισως-Αναπαράσταση απουσίας

[χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας-Οδυσέας Ελύτης.]









Στίχοι: Σμαρώ Παπαδοπούλου
Μουσική: Θοδωρής Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Χαρούλα Αλεξίου


Κάτι στον έρωτα μένει κρυφό
Ίσως να είναι της μοίρας γραφτό
Ή μήπως πάλι εκεί που κοιτώ, φταίω εγώ

Ζωή μου ποιος να 'χει το φταίξιμο αυτό
και πόνο δεν νιώθω να ξέρω πώς ζω
Μια κόντρα δεν είχα για την μοναξιά
για φίλη την πήρα πριν χρόνια αγκαλιά

Δρόμος η αγάπη χωρίς τελειωμό
Ίσως να φεύγει ή ν' αρχίζει από εδώ
ή μήπως ψάχνω για να αγαπηθώ
Σε ό,τι μισώ

-------------------------------------------------------------------------------------*************--------------------------------------------------------

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


''Δεν  υπολογίζεται η Ποίηση απο την κρατική εξουσία,ειναι πολυτελής υπόθεση η  ποίηση που ηεξουσία θα ήθελε να μην υπάρχει.Μισεί τους ποιητές γιατί η  ποίηση ειναι η κορύφωση της Αληθειας μέσα στη ζωή,και η αλήθεια δεν  ευνοεί ποτέ την εξουσία''[Νικος Καρούζος]



Νικος Καρούζος.Ποιητης που εζησε για την Ποίηση.Απο κομμουνιστή δάσκαλο πατέρα και με ορθοδοξες παραδόσεις μητέρα,αφομοίωσε και ταίριαξε τις αντιθέσεις των καταβολών του δημιουργώντας το δικο του σύμπαν.Ανάλωσε τη ζωή του στις λέξεις εχοντας συνείδηση οτι η γνήσια δημιουργία συνεπάγεται  φθορά.΄΄Η δική μου Ελλάδα,ειναι η Ελλάδα της θαυματουργής γλώσσας''

Παπαδιαμάντης και Ηράκλειτος,Απολλινέρ και Καρυωτάκης ,Ρεμπώ και Σολωμός ,Καβάφης,Μπωντλέρ ,οι πρόγονοι του.

Νικος Καρούζος,ο συχνά αναφερόμενος ως περιθωριακός,μποέμ,μελαγχολικός .Οσοι τον γνώρισαν μιλουν για εναν ''επαναστάτη που δεν εμπαινε σε καλούπια,ενας αιρετικός,που πίστεψε ομως στην μεγαλη συμβολή του Μαρξ στις επαναστάσεις του 20ου αιώνα.Επονίτης στην Ακροναυπλία,μετα στη Μακρόνησο,την Ικαρία [Σάββας Μιχαήλ].

Απεχθανόταν την προσκόληση στα υλικά αγαθά,δεν ειχε ποτέ του τίποτα,λεφτά η καριέρα.Και ειχε τα πάντα,καθώς απο το υπόγειό του εξέπεμπε φώς.Ειμαι υλιστής έλεγε,οχι υλοφρων.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ενα αφιέρωμα της εκπομπη ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ της ΕΤ 1 μετα το θάνατο του ποιητή.Μιλουν για αυτον οσοι τον γνώρισαν απο κοντά

http://video.google.com/videoplay?docid=3490560360165715856#

περισσότερα για τη ζωή και το εργο του και ΕΔΩ

Αἴφνης

Αὐτὸ ποὺ λέμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο
ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικότητα δὲν εἶναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μὰ ἐκεῖ κιόλας ὑπάρχω ἀπόλυτα,
σὰν τὸ σύννεφο ποὺ ἀλλάζει στὰ νωθρὰ δευτερόλεπτα
ὄντας μονάχα ἡ ἀκάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δὲν παραγνώρισε τὸ θήραμα
καὶ ἡ πάπια δὲν ἔπαψε νὰ πιπιλίζει τὴ λάσπη·
τὸ χταπόδι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ ρηχὸ θαλάμι του μὲ γαλαζόπετρα
στὰ ξέφωτα ἡ τίγρη λησμονιέται ἀνεπίληπτα.
Νυχτώνει καὶ σήμερα. Ἡ ἀγωνία
λέει πάλι: θὰ βοσκήσω τὸ μαῦρο.


Γυναῖκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας

Εἶσαι μία ἤπειρος τοῦ στήθους ἀπ᾿ τὸ βάθη τῶν φυλῶν
εἴσαοι πλανόδιο σὰν τὸ φεγγάρι
ὁ πόνος εἶναι πλόκαμος κ᾿ ἡ ἀγάπη σου ὑδράργυρος
γυναίκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας.
Ὅταν ἀφήνεις ἕνα βλέμμα στὶς κοιλάδες νὰ ὡριμάζει
καθὼς οἱ ἄνεμοι τὸ ταξιδεύουν ὡς τὰ ὕψη
νέμεσαι κλαδιὰ καὶ χύνεις δηλητήρια μέσ᾿ στὸ φεγγάρι.
Μόνη σὰ φόνος κατοικεῖς τὴ συνείδηση
συνωμοτώντας ἀντίκρυ στὶς θεότητες τῶν πουλιῶν
ἐσὺ μὲ μαῦρα ποταμικὰ μαλλιὰ
ἐσὺ πάλι καὶ πάλι μὲ σκοτεινὰ μάτια.
Λέω στὸν ἥλιο νὰ σταθεῖ χωρὶς τὴν ἀγαθότητα
σχίζοντας τὸ μεγάλο χρῶμα τοῦ ὀνείρου
στὸν ἥλιο νὰ σὲ πολεμήσει μὲ βοερὸ θειάφι
καὶ νὰ γκρεμίσει ὅλη τη θύμηση ποὺ μὲ παιδεύει.
Νὰ οἱ καιροὶ στὰ βήματά σου μ᾿ ἔφεραν
οἱ φυτικοὶ δεινόσαυροι τὰ οὐράνια πλάτη
μιὰ δέσμη χαλαρὴ τοῦ αἵματος ἕτοιμη νὰ σκορπίσει
τότε ποὺ φώναζα δίχως ἀπόκριση: Θέλω νὰ γίνω γαλάζιος.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ θάνατο
μὲ πορφυρὲς ἀνταύγειες ἀπ᾿ τὰ μέλη
ρώτησα μὰ δὲν ἔμαθα ποὺ βρῆκες τὸ σκοτάδι
σὲ μυστικὰ ρυάκια κλειδώνεις τὸν ἦχο σου
μόνη μὲ τὴν ἐκρηκτικὴ φωνὴ τῆς σιωπῆς.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ μακρινὸ χάραμα
σώματα πέρασες ἀκόμη ταξιδεύεις.
Ἐγὼ δὲν ἔζησα κ᾿ ἡ ὀμορφιὰ τῆς Ἀττικῆς εἶν᾿ ὅλο τὸ ταξίδι μου
Σὲ τόσους καημοὺς τραγουδώντας
δὲν ξέρω τ᾿ ὅπλο τῆς λησμονιᾶς.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
 οσο κρατήσει η ζωή




Στίχοι: Νίκος Καρούζος
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς



Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος.
Ώρα να σκεφτώ τα μελλούμενα 
σωριασμένα αιφνίδια στο χθες.
Φοβερή ασυνέχεια: ο πλούτος μου είναι το στήθος μου.
Γι αυτό ποτέ δεν παζάρεψα το ηλιοβασίλεμα 
και ταξιδεύω σίγουρος, 
όσο η μίνθη ταξιδεύει και το ασπροθύμαρο.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Κατερίνα Αγγελάκη -Ρουκ[ ενα ποίημα που με συγκίνησε]



Σαν μιά σκιά χειμερινή - Comme une ombre hivernale

Σιάζομαι στη σκιά μου·
καρφιτσώνω τα τσουλούφια του χρόνου
που ξεφεύγουν απ’ το σκούρο οβάλ μου
ενώ από πίσω ένα φως ανεξήγητό
με φωτίζει στη σεμνή αυτή τουαλέτα.
Έπειτα, ακίνητη για μια στιγμή
πριν πατήσω το πετάλι
και γυρίσουν οι δυο ρόδες
-μια για τη ζωή, μια για το θάνατο -
εναποθέτω την εμπιστοσύνη μου
στο δρομάκι του σπιτιού μου
όπου γενιές παιδιών ξεπετάγονται το δείλι
και σαν τον ανυποψίαστο σκαντζόχοιρο
διασχίζουνε το χρόνο.
Όσο το πέρασμα του βελονωτού ζώου απέναντι
τόσο βαστάει κι η ζωή των παιδικών ανθρώπων.
Τα πρόσωπα τ’ αναγνωρίζω
γιατί ήξερα τη γιαγιά τους
και οι φωνές – της μικρής «όχι!»
της μάνας της «οχιά!» -
ηχούν σαν τότε… Πότε;
πριν απ’ το φόβο για ό, τι είναι να έρθει
πριν απ’ τον τρόμο για ό, τι είναι ήδη εδώ
πριν απ’ αυτό το «εγώ», μια σκιά χωρίς καθρέφτη.




Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Σε μακάριους φίλους





******


Θ.Δ.Φραγκόπουλος, Σε μακάριους φίλους

ΣΕ ΜΑΚΑΡΙΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ
                                                            Στον μακάριο φίλο μου Σ.Ι.
οδός …., Κολωνάκι, Αθήνα.

Εκείνοι βλέπεις έχουν τόσα πράγματα
για να τα υπερασπίσουν,
άλλοι προνόμια, άλλοι σοβαρές σπουδές στην Εσπερία,
ο τρίτος μια γυναίκα έμορφη
που ελπίζει να του μείνει πιστή,
καθηγητές τους τίτλους τους και στρατηγοί τις σατραπείες,
ακόμα κ’ οι περιπτεριούχοι,
τα οργανωμένα συμφέροντα
του σωματείου αρτοποιών «Η Αναγέννησις»,
και οι έντιμοι πολίτες και το συνάφι
όλοι τους έχουν τόσα πράγματα να υπερασπίσουν
αντιμετωπίζοντας καθημερινές επιβουλές των άλλων,
πώς να το κάνεις και να τους αποκόψεις
πώς να τους πεις για το θολό μάτι της σιτοδείας,
την πορφυράδα του θυμού της απόγνωσης,
που είναι γυμνή γιατί δεν έχει ρούχα να φορέσει
και να σκεφτείς πως η μισή ανθρωπότητα καθημερινώς
πέφτει να κοιμηθεί νηστική, χωρίς να ξέρει
αν και πώς θα φάει αύριο·
πώς να τους ξεκουνήσεις από τη μακαριότητά τους
που δεν είδαν το απελπισμένο πλήθος
να παραβγαίνει τα σκυλιά για τ’ αποφάγια
γέρους σακάτηδες γυμνούς, παιδιά στο στήθος
σκελετωμένης μάνας να βυζαίνουν αίμα
ή και κορίτσια που πορνεύονται από εφτά χρονών·
πώς να τους ξεκουνήσεις όταν όλ’ αυτά
έχουνε τόση λίγη σημασία μπρος στην αυξομείωση
του προεξοφλητικού τόκου στο Λονδίνο ή των ναύλων
για κάρβουνα στο Χάμπτον Ρόαδς-
                                                            βρισκόμαστε, ως γνωστόν,
στον καλύτερο πιθανό κόσμο, κύριοι,
κι όσοι δε συμφωνούν, νάτα τα λατομεία
η δήλωση, η αναξιοπρέπεια και τα υπόλοιπα.

Κανένας άνθρωπος άλλωστε δεν αντέχει στην αθλιότητα,
όταν αυτή έντεχνα εναλλάσσεται
με υποσχέσεις προνομιακής μεταχείρισης.
Κι άστους να λένε, τους ιδεολόγους.

Και σεις; Εξεγείρεστε; Όχι βέβαια.
Η εποχή μας ευνοεί τόσο τη σωφροσύνη!

                                                            Καράτσι, Μάρτης 1958
(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 49, Ιανουάριος 1959, σελ. 43)


[Απο τις σελίδες-θησαυροφυλάκιο του Νίκου Σαραντάκου]

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Μαρία Πολυδούρη-ο,τι με συγκινεί



Τη Μαρία Πολυδούρη τη γνωρίζουμε οι πιο πολλοί και οχι  επαίοντες,απο τον σφοδρό έρωτά της για τον Καρυωτάκη ισως  και απο το ποιήμα της, ''δεν τραγουδώ παρα γιατί μ'αγάπησες.
Η ποιήση της ,που ηταν η ίδια της η ζωή και ως βίωμα και ως εργο,παραμένει  λιγο στη σκιά ,ισως γιατί το ύφος ειναι κάπως ''παλιό'',με λέξεις που δεν ακούμε και δεν λέμε πιά,και με την απαραίτητη ρίμα.Ισως γιατί η σπαρακτική εσωτερική της μοναξιά,με τον τρόπο που την εκφράζει μας ''βγάζει'' θλίψη.Ας μη ξεχνάμε ομως πως ειναι απο τις κατ'εξοχήν ποιήτριες του νεορομαντισμου του 20,οπου ο ερωτας κι ο θάνατος παίζουν κρυφτό.Και ο ρομαντικός στίχος προυποθέτει πολύ αίσθημα,που σήμερα ισως φαίνεται μελό.
''Την ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς ποτὲ δὲ θὰ τὴ νοιώση.
Κι᾿ ἂν τὴν πληγώση θἆναι ἀνίδεος
κι᾿ οὔτε γι᾿ αὐτὸ θὰ μετανοιώση.
Παρων ομως και ο σαρκασμός σε κάποια απο τα ποιήματά της κυρίως για το πώς προσλαμβάνουν οι ''αλλοι'' την ζωή και την ποίηση της,αυτη την ίδια.
Η Πολυδούρη εφτιαξε η προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή[της] στα μέτρα της,στις αξίες της,με όποιο κόστος.Η πεμπτουσία της χειραφετημένης γυναίκας με συμβολή και στο φεμινισμο μεσω των δημοσιεύσεων της [πρώτα απόλα βεβαια με το παράδειγμα της ζωής της]
Δημοσιεύω κάποια ποιήματά της που με συγκίνησαν ιδιαίτερα,το παρακάτω μάλιστα το ακουσα για πρώτη φορά.


  γλέντι-Νένα Βενετσάνου


ΓΛΕΝΤΙ

Σ᾿ ἕνα γλέντι μὲ κάλεσαν οἱ σύντροφοι.
Δὲ θ᾿ ἀρνηθῶ. Θὰ πάω νὰ λησμονήσω!
Θὰ φορέσω τὸ κόκκινό μου φόρεμα
καὶ τὴν ἴδια ὀμορφιά μου θὰ φθονήσω.
Τὸ νεκρὸ πὤχω μέσα μου περήφανα
καὶ στοργικὰ μαζί μου θὰ τὸν πάρω.
Θἆμαι σὰ χαρωπή, σὰ μυστικόπαθη
θἆμαι μία ἀποσταλμένη ἀπὸ τὸ Χάρο.
Οἱ μελλοθάνατοι σύντροφοι στὸ γλέντι τους
κι᾿ ἂν πίνουνε κρασὶ δὲ θὰ μεθοῦνε.
Μία κατάρα θὰ στέκεται στὸ πλάι τους
μὰ θἆμαι ὡραία καὶ δὲ θὰ ὑποψιασθοῦνε.
Ἔπειτα ἕνα τραγούδι θὰ ζητήσουνε
μήπως σὲ μία χλωμὴ χαρὰν ἐλπίσουν,
μὰ τόσο ἀληθινὸ θἆν᾿ τὸ τραγούδι μου
ποὺ σαστισμένοι θὰ σωπήσουν.



ΣΕΜΝΟΤΗΣ

Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς δὲν θέλω νὰ τὴ νοιώσῃ.
Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σίμωνε
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ νὰ τὴ πληγώσῃ.
Ἔχω ἕνα κρίνο, κρίνο ὁλάνοιχτο
χωρὶς καμμιὰ σκιὰ στὴν ὄψη.
Καμμιὰ ἡδονὴ δὲν ἐπεθύμησε
νὰ τὸ φιλήση, νὰ τὸ κόψη.
Ἔχω ἕνα ρόδο ποὺ ζυγιάζεται
πάνω στὴν ἴδια του τὴ φλόγα
κ᾿ εἶναι σὰ νἄγινε ὁλοκαύτωμα
καὶ νὰ σιωποῦσε καὶ νὰ εὐλόγα.
Μία μαργαρίτα ποὖνε ἀμφίβολη
μ᾿ ὅλο τὸ ναὶ ποὺ λέει ἡ καρδιά της.
Μόνον ἀφήνει νὰ λικνίζεται
παθητικὰ τὴν ὀμορφιά της.
Κι᾿ ἄλλα λουλούδια ποὖνε σύμβολα
κι᾿ ἄλλα μονάχα ποὺ μεθοῦνε,
μὰ τόσο εἶνε ὅλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικὰ μόνον ἀνθοῦνε.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς ποτὲ δὲ θὰ τὴ νοιώση.
Κι᾿ ἂν τὴν πληγώση θἆναι ἀνίδεος
κι᾿ οὔτε γι᾿ αὐτὸ θὰ μετανοιώση.




[Κ᾿ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΩΡΑΙΑ...]

Κ᾿ ἦταν μία νύχτα ὡραία καὶ στὴ ματιά σου
καὶ στὰ τραγούδια σου. Ἤτανε γλυκιὰ
μία νύχτα στὰ τραγούδια τὰ παληά σου
γεμάτη ἀστέρια, νύχτα ξωτικιά.
Ἡ μόνη ἀγάπη μέσ᾿ στὴ μοναξιά σου,
τόσο ὄμορφη, τόσο ὑποβλητικιά,
ἔγινε πάθος μέσα στὴν καρδιά σου,
μέσ᾿ στὴν καρδιά σου τὴν ἐρημικιά.
Ἄχ, τὰ παληὰ τραγούδια σου ποὺ κλαίγαν
Κ᾿ ἤτανε τόσο ἀνείπωτα γλυκὰ
καὶ τὄκρυβαν σεμνὰ καὶ δὲν τὸ λέγαν.
Ἄχ, τὰ παληά σου τὰ τραγούδια ποὖνε
θλιμμένα σὰν ἀγάπης μυστικά,
σὰν ἄνθη δακρυσμένα ποὺ σιωποῦνε.



[ΗΡΘΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ...]

Ἦρθα μία μέρα, ὁδηγημένη ἀπ᾿ τὴν ἱερή σου
ἀγάπη, ἐμπρὸς στὸ κύμα τὸ γλαυκὸ
καὶ μ᾿ ἄφησες τότε νὰ ἰδῶ τὴ φλογερή σου
πληγὴ στὸ στῆθος σου τὸ νεανικό.
Τότε μου μίλαες μὲ τὴν ἥσυχη φωνή σου
γιὰ τὴ ζωή σου, ἀτέλειωτο κακὸ
κι᾿ ὡς ἔνοιωθες βαθιὰ πὼς φτάνω ὡς τὴν ψυχή σου,
ἀνάβρυζε τὸ δάκρι σου γλυκό.
Κ᾿ ἦταν χαρᾶς χαρὰ νὰ κλαῖμε τραγουδώντας
στὴν ἴδια λύρα, μάντεμα πικρὸ
τὴ μοναξιά μας καὶ σάμπως λησμονώντας,
Μὲ τί χαρὰ τὸ μέτωπό σου νὰ ραντίσω
μὲ τὸν πικρὸ τῆς θάλασσας ἀφρό,
πέρα τὰ κύματα ἔτρεχα νὰ προϋπαντήσω.

------------------------------------------------------------------------------------------------
η μπαλάντα της Μαρίας Πολυδούρη
μουσική Σταύρος Κουγιουμτζής-
τραγούδι Μαρία Κουγιουμτζή





δείτε για τη ζωή της Μαρίας Πολυδουρη  αφιέρωμα της ΕΡΤhttp://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=0000008633&tsz=0&act=mMainView

επίσης  ΕΔΩ

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Η Συβαρίτισσα


[για τη Λιλή Ζωγράφου]***

Σε γνώρισα κάποια βραδιά
παραμονές του Κλήδονα
σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω
ήμουν παιδί στα δεκαεννιά
τα χείλη μου ξεκλείδωνα
να πίνω να φιλώ και να ρωτάω
Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά
πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία
κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά
είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία
Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά
βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα
ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής
κ ι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ
Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό
και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια
να ξέρεις, θα ‘χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά
κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια
Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά
κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα
κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό
Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα
Στίχοι-Μουσική: Μίλτος Πασχαλίδης

***Η Συβαρίτισσα
 μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου[λέγεται πως ειναι η αυτοβιογραφία της]
γράφει στο οπισθόφυλλο

''Να την λοιπόν τη Συβαρίτισσά μου έτοιμη να την αγαπήσετε όπως και γω. Την κυοφορούσα τρία χρόνια και είκοσι επτά αιώνες ώσπου την είδα να γεννιέται στους κήπους της Σύβαρης.
Κείνης της αποικίας των Αχαιών από τις πρώτες που αναστήθηκαν στα νότια της Ιταλίας γύρω στα 725 π.Χ.
Μια πόλη-κράτος πάμπλουτη, δημοκρατική, με ειρηνόφιλη συνείδηση κι ευτυχισμένο λαό. Πόλη λιχούδα, λαίμαργη, φιλήδονη, φιλόμουση, γεμάτη σεβασμό για την ελευθερία των ανθρώπων και τους πολίτες γεμάτους σεβασμό για τον πλησίον τους.
Εκεί ανακάλυψα την πάναγνη της ελευθερίας Ελένη ασημάδευτη ακόμη, πριν την καταχωρήσει ο Ησίοδος στους ένοχους γιατί γεννήθηκε γυναίκα.
Ανέγγιχτη από τη μισαλλοδοξία του αντρικού ρατσισμού γιατί αυτή γεννά. Πριν ο φονικός Δράκων καταδικάσει την αυτοδιάθεση του σώματός της βαφτίζοντάς την μοιχεία και πλαστογραφηθεί η πολυγαμική Πηνελόπη με τους σαράντα εραστές στην ανέραστη υφάντρα του έπους.''


ενα απόσπαμα απο τη Συβαρίτισσα

“Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”, 
“Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά,
 ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα
 χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει.
 Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική. 
Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού.
 Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”, “Έτσι κι αλλιώς, η Εκκλησία ‘παίζει’ σε όλα τα έργα του μεταπολέμου τον Δράκουλα ρουφώντας το αίμα της πολιτείας και την ανεξαρτησία των κυβερνήσεων”,
 “Όλοι οι Έλληνες σώζετε την Ελλάδα μ’ έναν φαλλό στο χέρι”, “Γιατί πρέπει να ζω σύμφωνα με τους μύθους που φτιάξατε; 
Έναν μύθο πανομοιότυπο, σαν κατάδικος στη στολή του, τον ονομάσατε γάμο και τέρμα”, 
“Ό,τι δεν είσαι, δε θα μπορέσω ποτέ να σ’ το χαρίσω. Είμαι άφθονη λες! Γιατί σπαταλιέμαι. Είναι ο νόμος της γης. 
Δώσ’ τα όλα για να ξαναγίνεις”, “…Όποιος ψάχνει για θεούς ψοφάει για αφεντικά”, “Ο κάθε λεύτερος είναι μόνος. 
Όσο περισσότερο μεθάς από τη δύναμή σου και προεκτείνεις την ελευθερία σου, τόσο μεγαλώνεις και την έκταση της μοναξιάς σου”,
 “Κάθε μέρα γίνεται ο άνθρωπος, κάθε καινούρια μέρα μας γκρεμίζει, μας ανοικοδομεί, μας ισοπεδώνει… 
Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη -αν δεν πρόκειται για σταθερότητα σκοπιμότητας-, μόνο η βλακεία κρατά τους ανθρώπους αμετάλλαγους σαν αμεταχείριστα τσουκάλια, που δε χρησιμοποιήθηκαν ούτε γι’ αυτό που φτιάχτηκαν, που δεν κάθισαν τον πήλινο πισινό τους στη φωτιά να εκτελέσουν τον προορισμό τους, γιατί τρέμουνε μην καούν και καμαρώνουν πως διαφύλαξαν την ακεραιότητά τους 
και δε βλέπουν πως ξεφλουδάνε και μαδούν όσο γερνούνε και πως φυτρώνουν τσουκνίδες στην αμεταχείριστη τρύπα τους”.

Το τραγούδι της νύχτας






Το τραγούδι της νύχτας
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ
Τώρα είναι νύχτα: τώρα μιλούν καθαρά όλες οι κελαρύζουσες
πηγές. Κι είν’ η ψυχή μου μια κελαρύζουσα πηγή.
Τώρα είναι νύχτα: τώρα ξυπνούν τα τραγούδια όλα των ερωτευ-
μένων. Κι είν’ η ψυχή μου τραγούδι ερωτευμένου.

Κάτι είναι μέσα μου ανειρήνευτο και ανειρηνικό, και θέλει καθα-
ρά να μιλήσει. Μια λαχτάρα για την αγάπη είναι μέσα μου, και μι-
λάει τη γλώσσα της ίδιας της αγάπης.

Είμαι το φως: αχ και νάειμουνα η νύχτα! Αλλ’ αυτή ‘ναι η μονα-
ξιά μου, ότι ολούθε με περιζώνει το φως.
Αχ και νάειμουνα ο σκοτεινός και ο νύχτιος! Πόσο θα ζήταγα
τότε να θηλάζω τους μαστούς του φωτός!

Κι εσάς τις ίδιες θα ζητούσα να ευλογώ, εσάς μικρές αστέρινες
σπίθες και πυγολαμπίδες στα ύψη! – Και μακάριος θάειμουνα με
τα φτερωτά σας δώρα.

Αλλά ζω καταμεσίς στο ίδιο μου το φως, και τις φλόγες, που ξε-
σπούν από μέσα μου, ο ίδιος τις καταπίνω πάλι.
Δε γνώρισα τη χαρά εκείνου που παίρνει, και συχνά ονειρεύτηκα
πως είναι πιο μεγάλη ευτυχία να κλέβεις αντί για να παίρνεις.

Αυτή ‘ναι η φτώχεια μου, ποτέ να μην ησυχάζει το χέρι μου να
δίνει. κι αυτή ‘ναι η ζήλεια μου, τα μάτια να βλέπω που αναμένουν,
και τις φωτιζόμενες νύχτες της λαχτάρας.

Ω δυστυχία αυτών, που δωρίζουν! Ω σκοτεινιά του ήλιου μου!
Ω λαχτάρα για λαχτάρισμα! Ω άγρια πείνα μέσα στο χορτασμό!
Αυτοί παίρνουν από μένα: αγγίζω όμως την ψυχή τους; μια
λαγκάδα ανάμεσα στο παίρνω και στο δίνω. όμως κι η πιο μικρού-
τσικη λαγκάδα χρειάζεται να κλείσει.

Μέσα στην ομορφιά μου μια πείνα αναβλασταίνει: να πονέσω
θα ‘θελα κείνους, που φωτίζω, να ληστέψω θα ‘θελα τους ευεργε-
τημένους μου
 – μια τέτοια πείνα με κατέχει μοχθηρή.

Το χέρι πίσω να τραβήξω, όταν εσείς απλώνετε το χέρι: όμοιος
με το πιδάκισμα νερού, που σα γκρεμίζεται, διστάζει – μια τέτοια
πείνα με κατέχει μοχθηρή.

Τέτοιον ο πλούτος μου λογιάζει γδικιωμό, από τη μοναξιά μου τέ-
τοια πηγάζει επιβουλή
.
Η χαρά μου να δίνω πεθαίνει μέσ’ στο δόσιμο, κι η αρετή μου
απόκαμε μέσ’ στο δικό σας πλήρωμα!

Ο που χαρίζει πάντα του, τρέχει τον κίνδυνο να χάσει τη ντροπή
του.
 ο που μοιράζει πάντα του, κάλους στο τέλος βγάζει στην καρ-
διά του και στο χέρι του από το πολύ του μοίρασμα.

Δεν τρέχουν πια τα μάτια του από ντροπή για κείνους, που ζητά-
νε. και σκλήρυνε το χέρι μου για τα κατάγιομα τα χέρια, που τρέ-
μοντας παρακαλούν.

Τι γίνανε τα κλάηματα στα μάτια μου, το χνούδι της καρδιάς μου;
Ω ερημιά όλων εκείνων, που χαρίζουν! Ω σιγαλιά όλων εκείνων,
που φωτίζουν!
 Ήλιοι πολλοί κυκλογυρνούν στα έρημα διαστήματα:
και στον καθένα σκοτεινό μιλάνε με το φως τους – ενώ σε μένανε
σιωπούν.

Ω ήλιοι, αυτή ‘ναι η έχθρα του φωτός ενάντια σε κείνον, που
φωτίζει: αδησώπητο να τρέχει κείνο τις τροχιές του.
Αδιάφορος για τη βαθειά καρδιά εκείνου που φωτίζει, και κρύος
για τους άλλους ήλιους – έτσι γυρίζει ο κάθε ήλιος.

Όμοιοι με θύελλα τρέχουνε οι ήλιοι την τροχιά τους. Κι ακολου-
θούν αλύπητοι τη θέλησή τους, που είν’ η παγωνιά τους. Ω εσείς
είσαστ’ αυτό, εσείς οι σκοτεινοί κι οι νύχτιοι, που παίρνετε τη ζε-
στασιά, απ’ ό,τι σας φωτίζει! Ω εσείς πίνετε πρώτα τη δροσιά και
το γάλα από τους μαστούς του φωτός!

Αχ, πάγος τριγύρα μου, και καίγεται το χέρι μου μέσα στην πα-
γωνιά! Αχ, η δίψα μου μέσα μου, που λαχταρά τη δίψα σας.
Τώρα είναι νύχτα: κι ο πόθος μου πηγή, που μέσαθέ μου ανα-
βρύζει. και ζητά να μιλήσει.

Τώρα είναι νύχτα: τώρα μιλούν καθαρά όλες οι κελαρύζουσες
πηγές. Κι είν’ η ψυχή μου μια κελαρύζουσα πηγή.
Τώρα είναι νύχτα: τώρα ξυπνούν τα τραγούδια όλων των ερωτευ-
μένων. Κι είν’ η ψυχή μου τραγούδι ερωτευμένου. _

_______________

Σαν ναυαγός

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

«ΕΝΘΥΜΙΟΝ» ή Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΡΥΤΙΔΩΤΟ ΟΝΕΙΡΟ





Λυπημένο τραγούδι, κατεβαίνοντας λίγο λίγο.
Και τα πρόσωπα φωτισμένα από πίσω.
Θαμπά μάτια και τα χείλη βουλιάζοντας.

Και τα χέρια αφημένα νωθρά πάνω στα γόνατα.

Κι όλα να χάνονται αργά, αργά κι αναπότρεπτα
μέσα στο άδειο, στο άδειο, στο άδειο απόγευμα.

(Ως πού λοιπόν μπορούν να μας φέρουν;
Σε ποια φωταγωγημένα λιμάνια
μπορούν να οδηγήσουν το σκοτεινιασμένο σκάφος τους τα ποιή-
        ματα;)

                                        Από τη συλλογή: Ο φόβος του ακροβάτη, 1989

Θανάσης Κωσταβάρας

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Νίκος Καρούζος-Η χρησιμότητα της απειλής


Ἔχουν ἀρχίσει νὰ μὲ κυκλώνουν ἐπικίνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά.
Πρέπει νὰ ζήσω τὶς ἀντίστροφες δυνάμεις.
Ὢ καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!


Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011