Κάτι στον έρωτα μένει κρυφό Ίσως να είναι της μοίρας γραφτό Ή μήπως πάλι εκεί που κοιτώ, φταίω εγώ
Ζωή μου ποιος να 'χει το φταίξιμο αυτό και πόνο δεν νιώθω να ξέρω πώς ζω Μια κόντρα δεν είχα για την μοναξιά για φίλη την πήρα πριν χρόνια αγκαλιά
Δρόμος η αγάπη χωρίς τελειωμό Ίσως να φεύγει ή ν' αρχίζει από εδώ ή μήπως ψάχνω για να αγαπηθώ Σε ό,τι μισώ -------------------------------------------------------------------------------------*************--------------------------------------------------------
''Δεν υπολογίζεται η Ποίηση απο την κρατική εξουσία,ειναι πολυτελής υπόθεση η ποίηση που ηεξουσία θα ήθελε να μην υπάρχει.Μισεί τους ποιητές γιατί η ποίηση ειναι η κορύφωση της Αληθειας μέσα στη ζωή,και η αλήθεια δεν ευνοεί ποτέ την εξουσία''[Νικος Καρούζος]
Νικος Καρούζος.Ποιητης που εζησε για την Ποίηση.Απο κομμουνιστή δάσκαλο πατέρα και με ορθοδοξες παραδόσεις μητέρα,αφομοίωσε και ταίριαξε τις αντιθέσεις των καταβολών του δημιουργώντας το δικο του σύμπαν.Ανάλωσε τη ζωή του στις λέξεις εχοντας συνείδηση οτι η γνήσια δημιουργία συνεπάγεται φθορά.΄΄Η δική μου Ελλάδα,ειναι η Ελλάδα της θαυματουργής γλώσσας''
Παπαδιαμάντης και Ηράκλειτος,Απολλινέρ και Καρυωτάκης ,Ρεμπώ και Σολωμός ,Καβάφης,Μπωντλέρ ,οι πρόγονοι του.
Νικος Καρούζος,ο συχνά αναφερόμενος ως περιθωριακός,μποέμ,μελαγχολικός .Οσοι τον γνώρισαν μιλουν για εναν ''επαναστάτη που δεν εμπαινε σε καλούπια,ενας αιρετικός,που πίστεψε ομως στην μεγαλη συμβολή του Μαρξ στις επαναστάσεις του 20ου αιώνα.Επονίτης στην Ακροναυπλία,μετα στη Μακρόνησο,την Ικαρία [Σάββας Μιχαήλ].
Απεχθανόταν την προσκόληση στα υλικά αγαθά,δεν ειχε ποτέ του τίποτα,λεφτά η καριέρα.Και ειχε τα πάντα,καθώς απο το υπόγειό του εξέπεμπε φώς.Ειμαι υλιστής έλεγε,οχι υλοφρων.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ενα αφιέρωμα της εκπομπη ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ της ΕΤ 1 μετα το θάνατο του ποιητή.Μιλουν για αυτον οσοι τον γνώρισαν απο κοντά
Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος. Ώρα να σκεφτώ τα μελλούμενα σωριασμένα αιφνίδια στο χθες. Φοβερή ασυνέχεια: ο πλούτος μου είναι το στήθος μου. Γι αυτό ποτέ δεν παζάρεψα το ηλιοβασίλεμα και ταξιδεύω σίγουρος, όσο η μίνθη ταξιδεύει και το ασπροθύμαρο.
Τη Μαρία Πολυδούρη τη γνωρίζουμε οι πιο πολλοί και οχι επαίοντες,απο τον σφοδρό έρωτά της για τον Καρυωτάκη ισως και απο το ποιήμα της, ''δεν τραγουδώ παρα γιατί μ'αγάπησες.
Η ποιήση της ,που ηταν η ίδια της η ζωή και ως βίωμα και ως εργο,παραμένει λιγο στη σκιά ,ισως γιατί το ύφος ειναι κάπως ''παλιό'',με λέξεις που δεν ακούμε και δεν λέμε πιά,και με την απαραίτητη ρίμα.Ισως γιατί η σπαρακτική εσωτερική της μοναξιά,με τον τρόπο που την εκφράζει μας ''βγάζει'' θλίψη.Ας μη ξεχνάμε ομως πως ειναι απο τις κατ'εξοχήν ποιήτριες του νεορομαντισμου του 20,οπου ο ερωτας κι ο θάνατος παίζουν κρυφτό.Και ο ρομαντικός στίχος προυποθέτει πολύ αίσθημα,που σήμερα ισως φαίνεται μελό.
''Την ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς ποτὲ δὲ θὰ τὴ νοιώση.
Κι᾿ ἂν τὴν πληγώση θἆναι ἀνίδεος
κι᾿ οὔτε γι᾿ αὐτὸ θὰ μετανοιώση.
Παρων ομως και ο σαρκασμός σε κάποια απο τα ποιήματά της κυρίως για το πώς προσλαμβάνουν οι ''αλλοι'' την ζωή και την ποίηση της,αυτη την ίδια.
Η Πολυδούρη εφτιαξε η προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή[της] στα μέτρα της,στις αξίες της,με όποιο κόστος.Η πεμπτουσία της χειραφετημένης γυναίκας με συμβολή και στο φεμινισμο μεσω των δημοσιεύσεων της [πρώτα απόλα βεβαια με το παράδειγμα της ζωής της]
Δημοσιεύω κάποια ποιήματά της που με συγκίνησαν ιδιαίτερα,το παρακάτω μάλιστα το ακουσα για πρώτη φορά.
Σε γνώρισα κάποια βραδιά
παραμονές του Κλήδονα
σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω
ήμουν παιδί στα δεκαεννιά
τα χείλη μου ξεκλείδωνα
να πίνω να φιλώ και να ρωτάω
Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά
πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία
κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά
είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία
Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά
βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα
ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής
κ ι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ
Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό
και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια
να ξέρεις, θα ‘χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά
κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια
Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά
κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα
κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό
Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα
Στίχοι-Μουσική: Μίλτος Πασχαλίδης
***Η Συβαρίτισσα
μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου[λέγεται πως ειναι η αυτοβιογραφία της]
γράφει στο οπισθόφυλλο
''Να την λοιπόν τη Συβαρίτισσά μου έτοιμη να την αγαπήσετε όπως και γω. Την κυοφορούσα τρία χρόνια και είκοσι επτά αιώνες ώσπου την είδα να γεννιέται στους κήπους της Σύβαρης.
Κείνης της αποικίας των Αχαιών από τις πρώτες που αναστήθηκαν στα νότια της Ιταλίας γύρω στα 725 π.Χ.
Μια πόλη-κράτος πάμπλουτη, δημοκρατική, με ειρηνόφιλη συνείδηση κι ευτυχισμένο λαό. Πόλη λιχούδα, λαίμαργη, φιλήδονη, φιλόμουση, γεμάτη σεβασμό για την ελευθερία των ανθρώπων και τους πολίτες γεμάτους σεβασμό για τον πλησίον τους.
Εκεί ανακάλυψα την πάναγνη της ελευθερίας Ελένη ασημάδευτη ακόμη, πριν την καταχωρήσει ο Ησίοδος στους ένοχους γιατί γεννήθηκε γυναίκα.
Ανέγγιχτη από τη μισαλλοδοξία του αντρικού ρατσισμού γιατί αυτή γεννά. Πριν ο φονικός Δράκων καταδικάσει την αυτοδιάθεση του σώματός της βαφτίζοντάς την μοιχεία και πλαστογραφηθεί η πολυγαμική Πηνελόπη με τους σαράντα εραστές στην ανέραστη υφάντρα του έπους.''
ενα απόσπαμα απο τη Συβαρίτισσα
“Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”,
“Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά,
ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα
χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει.
Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική.
Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού.
Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”, “Έτσι κι αλλιώς, η Εκκλησία ‘παίζει’ σε όλα τα έργα του μεταπολέμου τον Δράκουλα ρουφώντας το αίμα της πολιτείας και την ανεξαρτησία των κυβερνήσεων”,
“Όλοι οι Έλληνες σώζετε την Ελλάδα μ’ έναν φαλλό στο χέρι”, “Γιατί πρέπει να ζω σύμφωνα με τους μύθους που φτιάξατε;
Έναν μύθο πανομοιότυπο, σαν κατάδικος στη στολή του, τον ονομάσατε γάμο και τέρμα”,
“Ό,τι δεν είσαι, δε θα μπορέσω ποτέ να σ’ το χαρίσω. Είμαι άφθονη λες! Γιατί σπαταλιέμαι. Είναι ο νόμος της γης.
Δώσ’ τα όλα για να ξαναγίνεις”, “…Όποιος ψάχνει για θεούς ψοφάει για αφεντικά”, “Ο κάθε λεύτερος είναι μόνος.
Όσο περισσότερο μεθάς από τη δύναμή σου και προεκτείνεις την ελευθερία σου, τόσο μεγαλώνεις και την έκταση της μοναξιάς σου”,
“Κάθε μέρα γίνεται ο άνθρωπος, κάθε καινούρια μέρα μας γκρεμίζει, μας ανοικοδομεί, μας ισοπεδώνει…
Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη -αν δεν πρόκειται για σταθερότητα σκοπιμότητας-, μόνο η βλακεία κρατά τους ανθρώπους αμετάλλαγους σαν αμεταχείριστα τσουκάλια, που δε χρησιμοποιήθηκαν ούτε γι’ αυτό που φτιάχτηκαν, που δεν κάθισαν τον πήλινο πισινό τους στη φωτιά να εκτελέσουν τον προορισμό τους, γιατί τρέμουνε μην καούν και καμαρώνουν πως διαφύλαξαν την ακεραιότητά τους
και δε βλέπουν πως ξεφλουδάνε και μαδούν όσο γερνούνε και πως φυτρώνουν τσουκνίδες στην αμεταχείριστη τρύπα τους”.
Τώρα είναι νύχτα: τώρα μιλούν καθαρά όλες οι κελαρύζουσες
πηγές. Κι είν’ η ψυχή μου μια κελαρύζουσα πηγή.
Τώρα είναι νύχτα: τώρα ξυπνούν τα τραγούδια όλα των ερωτευ-
μένων. Κι είν’ η ψυχή μου τραγούδι ερωτευμένου.
Κάτι είναι μέσα μου ανειρήνευτο και ανειρηνικό, και θέλει καθα-
ρά να μιλήσει. Μια λαχτάρα για την αγάπη είναι μέσα μου, και μι-
λάει τη γλώσσα της ίδιας της αγάπης.
Είμαι το φως: αχ και νάειμουνα η νύχτα! Αλλ’ αυτή ‘ναι η μονα-
ξιά μου, ότι ολούθε με περιζώνει το φως.Αχ και νάειμουνα ο σκοτεινός και ο νύχτιος! Πόσο θα ζήταγα
τότε να θηλάζω τους μαστούς του φωτός!
Κι εσάς τις ίδιες θα ζητούσα να ευλογώ, εσάς μικρές αστέρινες
σπίθες και πυγολαμπίδες στα ύψη! – Και μακάριος θάειμουνα με
τα φτερωτά σας δώρα.
Αλλά ζω καταμεσίς στο ίδιο μου το φως, και τις φλόγες, που ξε-
σπούν από μέσα μου, ο ίδιος τις καταπίνω πάλι.
Δε γνώρισα τη χαρά εκείνου που παίρνει, και συχνά ονειρεύτηκα
πως είναι πιο μεγάλη ευτυχία να κλέβεις αντί για να παίρνεις.
Αυτή ‘ναι η φτώχεια μου, ποτέ να μην ησυχάζει το χέρι μου να
δίνει. κι αυτή ‘ναι η ζήλεια μου, τα μάτια να βλέπω που αναμένουν,
και τις φωτιζόμενες νύχτες της λαχτάρας.
Ω δυστυχία αυτών, που δωρίζουν! Ω σκοτεινιά του ήλιου μου!
Ω λαχτάρα για λαχτάρισμα! Ω άγρια πείνα μέσα στο χορτασμό! Αυτοί παίρνουν από μένα: αγγίζω όμως την ψυχή τους; μια
λαγκάδα ανάμεσα στο παίρνω και στο δίνω. όμως κι η πιο μικρού-
τσικη λαγκάδα χρειάζεται να κλείσει.
Μέσα στην ομορφιά μου μια πείνα αναβλασταίνει: να πονέσω
θα ‘θελα κείνους, που φωτίζω, να ληστέψω θα ‘θελα τους ευεργε-
τημένους μου – μια τέτοια πείνα με κατέχει μοχθηρή.
Το χέρι πίσω να τραβήξω, όταν εσείς απλώνετε το χέρι: όμοιος
με το πιδάκισμα νερού, που σα γκρεμίζεται, διστάζει – μια τέτοια
πείνα με κατέχει μοχθηρή.
Τέτοιον ο πλούτος μου λογιάζει γδικιωμό, από τη μοναξιά μου τέ-
τοια πηγάζει επιβουλή.
Η χαρά μου να δίνω πεθαίνει μέσ’ στο δόσιμο, κι η αρετή μου
απόκαμε μέσ’ στο δικό σας πλήρωμα!
Ο που χαρίζει πάντα του, τρέχει τον κίνδυνο να χάσει τη ντροπή
του. ο που μοιράζει πάντα του, κάλους στο τέλος βγάζει στην καρ-
διά του και στο χέρι του από το πολύ του μοίρασμα.
Δεν τρέχουν πια τα μάτια του από ντροπή για κείνους, που ζητά-
νε. και σκλήρυνε το χέρι μου για τα κατάγιομα τα χέρια, που τρέ-
μοντας παρακαλούν.
Τι γίνανε τα κλάηματα στα μάτια μου, το χνούδι της καρδιάς μου; Ω ερημιά όλων εκείνων, που χαρίζουν! Ω σιγαλιά όλων εκείνων,
που φωτίζουν! Ήλιοι πολλοί κυκλογυρνούν στα έρημα διαστήματα:
και στον καθένα σκοτεινό μιλάνε με το φως τους – ενώ σε μένανε
σιωπούν.
Ω ήλιοι, αυτή ‘ναι η έχθρα του φωτός ενάντια σε κείνον, που
φωτίζει: αδησώπητο να τρέχει κείνο τις τροχιές του.
Αδιάφορος για τη βαθειά καρδιά εκείνου που φωτίζει, και κρύος
για τους άλλους ήλιους – έτσι γυρίζει ο κάθε ήλιος.
Όμοιοι με θύελλα τρέχουνε οι ήλιοι την τροχιά τους. Κι ακολου-
θούν αλύπητοι τη θέλησή τους, που είν’ η παγωνιά τους. Ω εσείς
είσαστ’ αυτό, εσείς οι σκοτεινοί κι οι νύχτιοι, που παίρνετε τη ζε-
στασιά, απ’ ό,τι σας φωτίζει! Ω εσείς πίνετε πρώτα τη δροσιά και
το γάλα από τους μαστούς του φωτός!
Αχ, πάγος τριγύρα μου, και καίγεται το χέρι μου μέσα στην πα-
γωνιά! Αχ, η δίψα μου μέσα μου, που λαχταρά τη δίψα σας.
Τώρα είναι νύχτα: κι ο πόθος μου πηγή, που μέσαθέ μου ανα-
βρύζει. και ζητά να μιλήσει.
Τώρα είναι νύχτα: τώρα μιλούν καθαρά όλες οι κελαρύζουσες
πηγές. Κι είν’ η ψυχή μου μια κελαρύζουσα πηγή.
Τώρα είναι νύχτα: τώρα ξυπνούν τα τραγούδια όλων των ερωτευ-
μένων. Κι είν’ η ψυχή μου τραγούδι ερωτευμένου. _